Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Η ΚΟΡΥΤΣΑ ΒΡΟΝΤΟΦΩΝΑΞΕ ΞΑΝΑ ΤΟ "ΟΧΙ" ΤΟΥ "40"


Έχομαι την εντύπωση κι ας βγούμε ψεύτες, ότι ο Γιώργος Κατσαρός και οι συνεργάτες του όταν έγραφαν αυτό το αριστουργηματικό μουσικό έργο την «Αλβανία», δεν είχαν αίσθηση του μεγέθους του τότε, που το έκαναν, καθώς αυτό με τα χρόνια γιγαντώνεται και εξελίσσεται πραγματικά, σε μια πανελλήνια και ιστορική-μουσική Συμφωνία. Κάτι σαν την «ηρωική» του Μπετόβεν. 

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ:
Το θεωρούσαμε χρέος μας από μικροί που μεγαλώσαμε μ’ αυτές τις ιστορίες και μ’ αυτά τα τραγούδια της εποποιίας του «40», μια μέρα να επισκεφθούμε αυτούς τους χώρους, τους χώρους της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας, στους οποίους ο Ελληνικός στρατός χάρισε τις τελευταίες ένδοξες ιστορικές σελίδες στο Έθνος, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων όσο κανείς άλλος, και τα έβαλε με υπέρ-δυνάμεις από τις οποίες βγήκε και πάλι νικητής.

Στις 25 Οκτωβρίου ένα λεωφορείο με εκπαιδευτικούς, δάσκαλους και όχι μόνο, ξεκίνησε στις 9:00 η ώρα το πρωί από την Εγνατία οδό, το άγαλμα του Βενιζέλου, για την Κορυτσά. Μέσα σ’ αυτό κι εμείς. Σκοπός του ταξιδιού η απόθεση ενός στεφανιού, ως ελαχίστου φόρου τιμής, σ’ ένα ύψωμα της Μπομποστίτσας, Ελληνικό βλαχοχώρι 5-6 χιλιόμετρα έξω από την Κορυτσά. Στο οποίο είναι θαμμένοι, κοιμούνται τον αιώνιο ύπνο δυο Έλληνες στρατιώτες του «40». Ενώ ένας τρίτος, «κοιμάται» λίγο παρακάτω, στο καινούργιο νεκροταφείο του χωριού. Το ύψωμα αυτό είναι το παλιό νεκροταφείο, και τα ονόματα των τριών στρατιωτών είναι σε όλους άγνωστα.
Αλλά και η συμμετοχή μας, στις γιορταστικές εκδηλώσεις του Ελληνικού σχολείου «Όμηρος», Δημοτικού Γυμνασίου και Λυκείου, το οποίο συγκεντρώνει και όλα τα παιδιά της περιοχής, πέρα από αυτά της πόλεως της Κορυτσάς.

Το σχολείο ανήγειρε η Ελληνική Πολιτεία σε ιδιόκτητο οικόπεδο, ανήκει στο Υπουργείο Παιδείας, είναι ισότιμο των ελληνικών σχολείων εδώ, και γρήγορα επεκτάθηκε και σε δεύτερο κτίριο, το οποίο είναι υπό κατασκευήν, αφού για τις ανάγκες λειτουργίας του το πρώτο κτίριο δεν αρκεί, είναι μικρό, πλέον.

Η Κορυτσά, η τρίτη κατά σειρά πόλη της Αλβανίας σε πληθυσμό μετά τα Τίρανα και τη Σκόδρα, συγκεντρώνει την πλειοψηφία των κατοίκων της Ελλήνων, και ο Έλληνας επισκέπτης εκεί, δεν νοιώθει ότι βρίσκεται εκτός Ελλάδος, αφού η Ελληνική γλώσσα είναι το κυρίαρχο στοιχείο, όχι μόνον στους Έλληνες Βλάχους που την μιλούν ελεύθερα, αλλά και στους Αλβανούς, οι οποίοι ζώντας ή δουλεύοντας στην Ελλάδα, έχουν μάθει τα ελληνικά τα οποία χρησιμοποιούν και στις δουλειές τους εδώ, που έχουν ανοίξει οι Έλληνες επιχειρηματίες, ή οι ντόπιοι (Έλληνες).
Η Κορυτσά αναπτύσσεται ταχέως, ξαναβρίσκει τον δεσποτικό της ρόλο στην περιοχή, τόσο με τον πολιτισμό της, όσο και με τα Γράμματα στο Πανεπιστήμιό της, που λειτουργεί αρκετές σχολές.

Προσωπικά, μας κατέπληξε σε πάρα πολλά σημεία, πρόκειται για μια πανέμορφη πόλη με άρτια πολεοδομία και αρχιτεκτονική, κάθετους δρόμους, μεγάλες λεωφόρους, πλατείες και πολύ πράσινο, η οποία αν δεν ήταν σε μια εξαθλιωμένη, πέρα για πέρα χώρα όπως η Αλβανία, θα είχε την εντύπωση ο επισκέπτης της ότι βρίσκεται σε μια καθαρά ευρωπαϊκή επαρχιακή κωμόπολη.

Οι Κορυτσαίοι (λέγε με Έλληνες Βλάχοι), λατρεύουν την πόλη τους και προσπαθούν παρά τις αντιξοότητες και τον, μέχρι πρότινος, διωγμό τους και από τον Μπερίσα, εκτός του Χότζα, να την αναδείξουν σε πραγματικά μητροπολιτικό κέντρο, στη βορειοανατολική Αλβανία.
Μέχρι στιγμής έχουν κατορθώσει να μηδενίσουν την εγκληματικότητα, με μια πολύ καλή αστυνόμευση, πράγμα που δεν βλέπουμε ούτε εμείς στην Ελλάδα –και εδώ ξανά τίθεται το θέμα επί τάπητος, για την χαζοχαρούμενη Ελληνική κυβέρνηση και την Ελληνική Αστυνομία, «τάξη χωρίς πεζή αστυνόμευση, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει».
Στην Κορυτσά βλέπεις παντού αστυνομικούς, οι οποίοι είναι έτοιμοι να σε συνδράμουν, αυτό το διαπιστώσαμε τη νύχτα που κυκλοφορήσαμε έξω, αλλά και στο ξενοδοχείο μας μπροστά, επειδή υπήρχαν και άλλα τρία ελληνικά λεωφορεία, η αστυνομική παρουσία ήταν μέχρι το πρωί, πασιφανεστάτη. Αν δεν υπήρχαν κι εκείνα τα ενοχλητικά γυφτάκια, με τα απλωμένα χέρια συνεχώς, θα είχαμε ξεχάσει ολότελα, ότι βρισκόμασταν στην Αλβανία.

Την άλλη μέρα της Κυριακής, του αγίου Δημητρίου, όλοι οδηγηθήκαμε προς το χωριό Μπομποστίτσα όπου και θα ψάλλονταν η επιμνημόσυνη δέηση στο ύψωμα που σας αναφέραμε πιο πάνω.

Το χωριό Μπομποστίτσα ένα συμπαθέστατο βλαχοχώρι με όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των βλαχοχωριών της Ηπείρου, αυτή την εποχή συντηρείται από τις πολλές ταβέρνες που έχει, και στις οποίες βγαίνουν για διασκέδαση και, σχεδόν όλοι οι Κορυτσαίοι.
Και στα χείλη ολονών πλανάται η φράση «τώρα οι Έλληνες θα έρθουν και θα τα κάνουν όλα». Αυτό για τη στασιμότητα στην ανάπτυξη της περιοχής, ή μόνη ελπίδα τους είναι οι Έλληνες επιχειρηματίες που θα μπουν ελεύθερα, και θα τους δώσουν αυτό που οι ίδιοι δεν μπορούν να κάνουν. Ανάπτυξη, δουλειά και οικονομία.

Το μικρό ύψωμα στο οποίο ανηγέρθη ο μεγάλος σταυρός έργο της Ερμιόνης Ανδρέου, μιας ιστορικής γυναικείας φυσιογνωμίας που τείνει να εξελιχθεί στην Κορυτσά, αφού είναι από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο ιδρυτικό στέλεχος της «Ομόνοιας», επίτιμος Πρόεδρός της σήμερα, και επίτιμος Πρόεδρος του κόμματος «Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Η ίδια δεν έχει εκλεγεί ποτέ βουλευτής ή Δήμαρχος ή Νομάρχης, έκανε τα πάντα όμως, το λέει με καμάρι και της αξίζει, για να βγουν άλλοι σ' αυτές τις θέσεις. Τα «παιδιά» της.

Η τελευταία της περιπέτεια και με τα καθεστώτα μετά εποχής Χότζα, ήταν πριν λίγα χρόνια όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε σιδηροδέσμια στα Τίρανα, κρατήθηκε για 8 μέρες στη φυλακή, με ελάχιστο φαγητό και νερό, φρουρούμενοι σε 24ωρη βάση από 8 επίσης, δεσμοφύλακες, οι οποίοι το μόνο κακό που δεν της έκαναν, ήταν ότι δεν την έδειραν. Αφέθηκε ελεύθερη, όταν κατάλαβαν οι δέσμιοί της και οι διώκτες της ότι θα πέθαινε.
Σήμερα η κ. Ερμιόνη είναι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος των 100 ευρώ το μήνα (καθηγήτρια αλβανικής φιλολογίας με μεγάλη καριέρα στην Αλβανία), δίνει το παρόν της παντού, σε κάθε εθνική εκδήλωση, καλωσορίζει όλους τους Έλληνες που επισκέπτονται την Κορυτσά, νοιώθει υπερήφανη που είναι Ελληνίδα, απολαμβάνει ήρεμους και καθημερινούς περιπάτους με το σύζυγό της, και δεν θέλει να έρθει στην Ελλάδα μόνιμα, θέλει να πεθάνει στην Κορυτσά, φυλάγοντας Θερμοπύλες. Αλλά και γιατί αν θα έρθει σ’ αυτή την ηλικία στη μητροπολιτική Ελλάδα, κάποιος, κάποια στιγμή, κάπου, θα θυμηθεί να την αποκαλέσει στο τέλος, «Αλβανίδα», και αυτό θα την πίκραινε πάρα πολύ! Στην Αλβανία μένοντας, θα είναι πάντοτε Ελληνίδα!

Στην επιμνημόσυνη δέηση την Ελληνική Πολιτεία εκπροσώπησε ο Γενικός Πρόξενος Κορυτσάς κ. Κωνσταντίνος Μαούτσος με τη σύζυγό του, ενώ τα στεφάνια που κατατέθηκαν στο μνημειακό χώρο σταυρού ξεπέρασαν ή πλησίασαν τα δεκαπέντε. Μέσα σ’ αυτά και το δικό μας, το κατέθεσε ο κ. Γεώργιος Δέλκος, συνταξιούχος δάσκαλος και πρώην Σχολικός σύμβουλος Ελασώνας.
Το ύψωμα που βρίσκεται ο σταυρός είναι το παλιό νεκροταφείο της Μπομποστίτσας όπως είπαμε και παραπάνω, από το 1874, στο οποίο τους τάφους ανέσκαψε ο Εμβέρ Χότζα και τα οστά των νεκρών Ελλήνων που αποκαλύφθηκαν, τα πέταξε στα ρέματα και τους λάκκους. Ότι φαίνεται σήμερα είναι ότι απέμεινε από την καταστροφή εκείνη. Μετά την αποκαθήλωση του σιχαμερού κομμουνιστή ηγετίσκου, το νεκροταφείο του χωριού «άνοιξε» επίσημα λίγο παρακάτω. Οι κάτοικοι ακόμα ζουν τον τρόμο της κομμουνιστικής αγριότητος, και οι ηλικιωμένοι κλεισμένοι στον εαυτό τους αρνούνται να μιλήσουν. Τόσο για τα παλιά, όσο και για τα καινούργια.

Από το μνημείο όλοι κατευθυνθήκαμε στο Σχολείο «Όμηρος», όπου τα παιδιά έδωσαν μια καταπληκτική παράσταση για το χρονικό του ‘Επους του «40», συγχρόνως και στις δύο γλώσσες, αλβανικά και ελληνικά, καταχειροκροτήθηκαν τόσο για την ευρηματικότητα των σκηνών, όσο και για την άψογη θεατρική τους απόδοση. Οι δάσκαλοι έκαναν πάρα πολύ καλή δουλειά, και τον πανηγυρικό της ημέρας, και εδώ, εξεφώνησε ο ίδιος ο Πρόξενος μας στην Κορυτσά κ. Κων/νος Μαούτσος.

Με την κ. Ερμιόνη Ανδρέου στο λεωφορείο μας συνοδό και ξεναγό, είχαμε τις τελευταίες απογευματινές μας ώρες στους δρόμους της Κορυτσάς καθώς και ένα ωραίο γεύμα, σε μια γραφική ταβέρνα όπου μας περίμεναν, τι άλλο; Κλαρίνα ηπειρώτικα και μπουζούκια. Τα οποία μας συνόδεψαν ακόμα και στην έξοδο, καθώς μπαίναμε στο λεωφορείο και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής.

Την απαράδεκτη, και από Ελληνικής πλευράς καθυστέρηση των συνόρων -ούτε Αλβανοί λαθρομετανάστες να ήμασταν δεν θα μας μεταχειριζόντουσαν έτσι οι Έλληνες φρουροί και τελωνειακοί- ευτυχώς, δεν την γνωρίσαμε στην επιστροφή, και η εκδρομή μας στα Άγια χώματα της Κορυτσάς του Εβάν και του Μοράβα, όπου για άλλους 8, και για άλλους περισσότεροι από 12.000 χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες, έχουν χύσει το αίμα τους και έχουν αφήσει τα κόκαλά τους άταφα -ακόμα και σήμερα μετά από 60 χρόνια, όποιος σκάψει λίγα εκατοστά το έδαφος πάνω στα βουνά, πέφτει επάνω τους, η δε κορυφογραμμή του Μοράβα αποκαλείται και «Ελληνικά μνήματα»- το τέλος της εκδρομής μας στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε, έγινε χωρίς κανένα απολύτως, απρόοπτο.

Το καλύτερο που ακούσαμε μετά και την εμπειρία μας αυτή, ήταν σε κάποιο δελτίο ειδήσεων της 27ης Οκτωβρίου στην ΕΡΤ, εκ στόματος του Αντιπροέδρου της Βουλής κ. Γεωργίου Σούρλα, ότι η Ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με την Αλβανική, προχωρεί στη δημιουργία -επί τέλους- Ελληνικών στρατιωτικών νεκροταφείων μέσα στην Αλβανία, και σε συγκεκριμένες θέσεις όπου έπεσαν άνθρωποι και άνθρωποι, στους οποίους σταυρούς και κενοτάφια, θα γραφτούν τα ονόματα όλων των στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι για τα πάτρια και τα ιερά, όπως υπάρχουν και διατηρούνται στους στρατιωτικούς καταλόγους όλων των Στρατιωτικών μας Σωμάτων.

Τέλος, να πούμε και δυο λόγια για το καταπληκτικό ξενοδοχείο το «Γκραντ Οτέλ» που μείναμε στην Κορυτσά, αξίζει τον κόπο, είναι ένα 7όφορο ανακαινισμένο κτίριο 85 δωματίων με σουίτες, ιδιοκτησίας Ελληνοβλάχων της Κορυτσάς, κατηγορίας 3 αστέρων, αλλά με παροχές 5 αστέρων. Στα πλαίσια της Αλβανίας πάντα, με καλό πρωινό, και βραδινό φαγητό με ζωντανή μουσική, κόστος μενού 7 - 10 ευρώ το πολύ, το άτομο.
Θα άξιζε τον κόπο να το επισκεφθούν και να πάρουν μία γεύση, να συνετιστούν αν δεν είναι ακόμα αργά, οι δικοί μας ξενοδόχοι οι οποίοι βάζουν τα άστρα στα ξενοδοχεία τους, όπως δεν τα έβαζε στους ώμους του, ούτε εκείνος ο γραφικός δικτάτορας, ο Αμίν Νταντά της Ουγκάντας στην Αφρική. Το ξενοδοχείο αυτό, μιλάει όλο απταίστως, την Ελληνική.

[Σ.Σ.<Χ>: Το άρθρο αφιερώνεται στους δύο εν ζωή βετεράνους πολεμιστές του «40» από τους 51 που συμμετείχαν από τα Σανά, Δημήτριο Ευαγ. Κρημιανιώτη και Γεώργιο Β. Δαγγίλα, καθώς και στους δύο που έφυγαν πρόσφατα, Περικλή Σμυρλή και Μόσχο Αθ. Μόσχου. Τα κείμενα στη συνέχεια είναι από τη μνημειώδη συνέντευξη του Περικλή Σμυρλή που μας παραχώρησε στο υπ’ αριθμ. 10 τεύχος μας της 30ης Οκτωβρίου 2001, και το βιβλίο του Αχιλλέως Δασκαλούδη εφέδρου υπολοχαγού της Αλβανίας από τα Δουμπιά, «Η Υποχώρησις»].
*****

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

ΟΜΑΔΑ Α΄